- υπερχλωριούχος
- ος, ου хим. содержащий много хлора
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερχλωριούχος — α, ο, Ν χημ. (για μεταλλικές ενώσεις) αυτός που περιέχει στο μόριό του τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα χλωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + χλωριούχος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. perchlorure και μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek
υπερχλωριούχος — α, ο αυτός που περιέχει ποσότητα χλωρίου μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη (για μεταλλικές χλωριούχες ενώσεις) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)